μεταβλητικος

μεταβλητικος
    μεταβλητικός
    μετα-βλητικός
    3
    1) обменный, меновой
    

μεταβλητικέ χρῆσις τοῦ κτήματος Arst. — использование вещи для обмена

    2) изменчивый, меняющийся
    

(εἰς τἀναντία Arst.)

    3) (из)меняющийся
    

(αἴτιον Arst.)

    4) подвижной, передвигающийся, переходящий с места на место
    

(τὰ μεταβλητικὰ τῶν ζῴων Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μεταβλητικος" в других словарях:

  • μεταβλητικός — μεταβλητικός, δωρ. τ. μεταβλατικός, ή, όν (Α) [μεταβλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταβολή ή ο ικανός να επιφέρει μεταβολή 2. αυτός που υπόκειται σε μεταβολή, μεταβλητός 3. αυτός που έχει σχέση με την ανταλλαγή, με τη συναλλαγή 4.… …   Dictionary of Greek

  • μεταβλητικός — for masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητικά — μεταβλητικός for neut nom/voc/acc pl μεταβλητικά̱ , μεταβλητικός for fem nom/voc/acc dual μεταβλητικά̱ , μεταβλητικός for fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητικῶν — μεταβλητικός for fem gen pl μεταβλητικός for masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητικόν — μεταβλητικός for masc acc sg μεταβλητικός for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητικαί — μεταβλητικός for fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητικοί — μεταβλητικός for masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητικοῦ — μεταβλητικός for masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητικῆς — μεταβλητικός for fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητικῇ — μεταβλητικός for fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητική — μεταβλητικός for fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»